- δωδεκαφόρος
- δωδεκα-φόρος, ον,A bearing twelve times a year, Luc.VH2.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δωδεκάφορος — δωδεκάφορος, ον (Α) φρ. «ἄμπελοι δωδεκάφοροι» που καρποφορούν δώδεκα φορές τον χρόνο … Dictionary of Greek